- ἀκμόθετον
- ἀκμόθετονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακμόθετον — ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α) η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + θετὸς < τίθημι] … Dictionary of Greek
ἀκμοθέτοιο — ἀκμόθετον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμοθέτου — ἀκμόθετον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμοθέτῳ — ἀκμόθετον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
ακμοθέσιον — το το ακμόθετον … Dictionary of Greek
ακμοθέτης — ο το ακμόθετον … Dictionary of Greek